- νεοπυρίητος
- νεο-πῠρίητος, ον,A just come out of a vapour-bath, Hp.Superf.29, Nat.Mul.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοπυρίητος — νεοπυρίητος, ον (Α) αυτός που πριν από λίγο βγήκε από ατμόλουτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πυριῶ «βάζω κάποιον σε ατμόλουτρο»] … Dictionary of Greek
νεοπυρίητος — just come out of a vapour bath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοπυρίητον — νεοπυρίητος just come out of a vapour bath masc/fem acc sg νεοπυρίητος just come out of a vapour bath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)